- из-за
- из-за 1) (откуда) (πίσω) από встать \из-за стола σηκώνομαι απ'το τραπέζι 2) (по причине) εξαιτίας, για я опоздал \из-за дождя άργησα εξαιτίας της βροχής
* * *1) (откуда) (πίσω) από
встать из-за стола́ — σηκώνομαι απ'το τραπέζι
2) (по причине) εξαιτίας, γιαя опозда́л из-за дождя́ — άργησα εξαιτίας της βροχής
Русско-греческий словарь. 2013.